- ταρσικός
- (I)και θαρσικός, -ή, -όν, Α [ταρσός]1. αυτός που προέρχεται από την Ταρσό τής Μικράς Ασίας («ταρσικὸν ἐλλύχνιον» — επίθεμα για οιδήματα, Αέτ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ταρσικοίονομασία σχολής τραγικών ποιητών.————————(II)-ή, -ό, Νανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταρσό τού ποδιού, ταρσαίος, ταρσιαίος («ταρσικά οστά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταρσός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1832 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.